κεδρίνεος: Difference between revisions

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451
(6_4)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κεδρίνεος''': -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἑπομ., Νικ. Ἀλ. 488.
|lstext='''κεδρίνεος''': -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἑπομ., Νικ. Ἀλ. 488.
}}
{{grml
|mltxt=[[κεδρίνεος]], -έα, -ον<br />(Α)<br />ποιητ. τ. του [[κέδρινος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέδρος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίνεος</i>, (παρεκτεταμένη [[μορφή]] της κατάλ. -<i>ινος</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ελεφαντ</i>-<i>ίνεος</i>, <i>ερ</i>-<i>ίνεος</i>. Ο τ. [[κεδρίνεος]] χρησιμοποιείται [[αντί]] του [[κέδρινος]] για μετρικούς λόγους].
}}
}}

Revision as of 06:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεδρίνεος Medium diacritics: κεδρίνεος Low diacritics: κεδρίνεος Capitals: ΚΕΔΡΙΝΕΟΣ
Transliteration A: kedríneos Transliteration B: kedrineos Transliteration C: kedrineos Beta Code: kedri/neos

English (LSJ)

[ῐ], α, ον, poet.for sq., Nic.Al.488.

German (Pape)

[Seite 1411] = Folgdm; πίσσα Nic. Al. 488.

Greek (Liddell-Scott)

κεδρίνεος: -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἑπομ., Νικ. Ἀλ. 488.

Greek Monolingual

κεδρίνεος, -έα, -ον
(Α)
ποιητ. τ. του κέδρινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέδρος + κατάλ. -ίνεος, (παρεκτεταμένη μορφή της κατάλ. -ινος), πρβλ. ελεφαντ-ίνεος, ερ-ίνεος. Ο τ. κεδρίνεος χρησιμοποιείται αντί του κέδρινος για μετρικούς λόγους].