κλιβανωτός: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
(Bailly1_3)
(20)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[κριβανωτός]].
|btext=<i>c.</i> [[κριβανωτός]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κλιβανωτός]], -ή -όν (AM, A και [[κριβανωτός]], -ή, -όν) [[κλίβανος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[κλιβανωτόν]]<br />[[έδαφος]] στρωμένο με τεμάχια κεράμου ή υάλου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> [[κριβανωτός]] (ενν. [[ἄρτος]])<br />[[άρτος]] ψημένος σε κλίβανο, ο [[κλιβανίτης]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «κριβανωτὰ ζῷα» — ακέραια ζώα ψημένα σε κλίβανο, σε φούρνο (<b>Ευστ.</b>).
}}
}}

Revision as of 06:39, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1453] oder κριβανωτός, = κλιβανΐτης, Alcm. bei Ath. III, 114 f.

French (Bailly abrégé)

c. κριβανωτός.

Greek Monolingual

κλιβανωτός, -ή -όν (AM, A και κριβανωτός, -ή, -όν) κλίβανος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ κλιβανωτόν
έδαφος στρωμένο με τεμάχια κεράμου ή υάλου
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. κριβανωτός (ενν. ἄρτος)
άρτος ψημένος σε κλίβανο, ο κλιβανίτης
2. φρ. «κριβανωτὰ ζῷα» — ακέραια ζώα ψημένα σε κλίβανο, σε φούρνο (Ευστ.).