κλιβανωτός

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source

German (Pape)

[Seite 1453] oder κριβανωτός, = κλιβανΐτης, Alcm. bei Ath. III, 114 f.

French (Bailly abrégé)

c. κριβανωτός.

Greek Monolingual

κλιβανωτός, -ή -όν (AM, A και κριβανωτός, -ή, -όν) κλίβανος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ κλιβανωτόν
έδαφος στρωμένο με τεμάχια κεράμου ή υάλου
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. κριβανωτός (ενν. ἄρτος)
άρτος ψημένος σε κλίβανο, ο κλιβανίτης
2. φρ. «κριβανωτὰ ζῷα» — ακέραια ζώα ψημένα σε κλίβανο, σε φούρνο (Ευστ.).