κεραμών: Difference between revisions
From LSJ
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
(6_22) |
(20) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κεραμών''': -ῶνος, ὁ, [[μέρος]] ἐν ᾧ τηροῦνται πήλινα σκεύη καὶ ἀγγεῖα, Ἀριστοφ. Λυσ. 200 (κατὰ Reisk ἀντὶ τοῦ κεραμεών), Ἀρκάδ. σ. 13. 19. | |lstext='''κεραμών''': -ῶνος, ὁ, [[μέρος]] ἐν ᾧ τηροῦνται πήλινα σκεύη καὶ ἀγγεῖα, Ἀριστοφ. Λυσ. 200 (κατὰ Reisk ἀντὶ τοῦ κεραμεών), Ἀρκάδ. σ. 13. 19. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κεραμών]], -ῶνος, ὁ (Α) [[κέραμος]]<br />[[κατάστημα]] ή [[αποθήκη]] με [[πολλά]] πήλινα αντικείμενα. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:39, 29 September 2017
English (LSJ)
ῶνος, ὁ,
A store for pottery or tiles, Hdn.Gr.1.32, 40.
Greek (Liddell-Scott)
κεραμών: -ῶνος, ὁ, μέρος ἐν ᾧ τηροῦνται πήλινα σκεύη καὶ ἀγγεῖα, Ἀριστοφ. Λυσ. 200 (κατὰ Reisk ἀντὶ τοῦ κεραμεών), Ἀρκάδ. σ. 13. 19.
Greek Monolingual
κεραμών, -ῶνος, ὁ (Α) κέραμος
κατάστημα ή αποθήκη με πολλά πήλινα αντικείμενα.