κεραμών

From LSJ

Τιμώμενοι γὰρ πάντες ἥδονται βροτοί → Omnes enim homines honorari expetunt → Denn alle Menschen sehen sich recht gern geehrt

Menander, Monostichoi, 513
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερᾰμών Medium diacritics: κεραμών Low diacritics: κεραμών Capitals: ΚΕΡΑΜΩΝ
Transliteration A: keramṓn Transliteration B: keramōn Transliteration C: keramon Beta Code: keramw/n

English (LSJ)

ῶνος, ὁ, store for pottery or tiles, Hdn.Gr.1.32, 40.

Russian (Dvoretsky)

κερᾰμών: ῶνος ὁ глиняный сосуд Arph.

Greek (Liddell-Scott)

κεραμών: -ῶνος, ὁ, μέρος ἐν ᾧ τηροῦνται πήλινα σκεύη καὶ ἀγγεῖα, Ἀριστοφ. Λυσ. 200 (κατὰ Reisk ἀντὶ τοῦ κεραμεών), Ἀρκάδ. σ. 13. 19.

Greek Monolingual

κεραμών, -ῶνος, ὁ (Α) κέραμος
κατάστημα ή αποθήκη με πολλά πήλινα αντικείμενα.