κελεύστωρ: Difference between revisions
From LSJ
εἰ πλείονα δ' εἰδείης Σισύφου → if you were more intelligent than Sisyphus
(6_19) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κελεύστωρ''': -ορος, ὁ, = [[κελευστής]], «[[κελεύστωρ]] διαφέρει τοῦ [[κελευστής]]· ὁ μὲν γὰρ [[κελευστής]] ἐστιν ὁ ἐν νηῒ κελεύων τοῖς ἐρέταις τι, ὁ δὲ [[κελεύστωρ]] ὁ ἐπικελευόμενος καὶ παρορμῶν» Α. Β. 47. | |lstext='''κελεύστωρ''': -ορος, ὁ, = [[κελευστής]], «[[κελεύστωρ]] διαφέρει τοῦ [[κελευστής]]· ὁ μὲν γὰρ [[κελευστής]] ἐστιν ὁ ἐν νηῒ κελεύων τοῖς ἐρέταις τι, ὁ δὲ [[κελεύστωρ]] ὁ ἐπικελευόμενος καὶ παρορμῶν» Α. Β. 47. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κελεύστωρ]], ὁ (Α) [[κελεύω]]<br />ο [[κελευστής]], αυτός που δίνει διαταγές, αυτός που παρακινεί. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:40, 29 September 2017
English (LSJ)
ορος, ὁ,
A one who commands, more general than κελευστής, Phryn.PSp.81 B.
German (Pape)
[Seite 1415] ορος, der Befehlende, nach B. A. 47, 4 allgemeiner als κελευστής gebraucht.
Greek (Liddell-Scott)
κελεύστωρ: -ορος, ὁ, = κελευστής, «κελεύστωρ διαφέρει τοῦ κελευστής· ὁ μὲν γὰρ κελευστής ἐστιν ὁ ἐν νηῒ κελεύων τοῖς ἐρέταις τι, ὁ δὲ κελεύστωρ ὁ ἐπικελευόμενος καὶ παρορμῶν» Α. Β. 47.
Greek Monolingual
κελεύστωρ, ὁ (Α) κελεύω
ο κελευστής, αυτός που δίνει διαταγές, αυτός που παρακινεί.