κλυτοφεγγής: Difference between revisions

From LSJ

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329
(6_7)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κλῠτοφεγγής''': -ές, λαμπρῶς φωτίζων, ἀστέρες κλυτοφεγγεῖς Μανέθων 2. 148.
|lstext='''κλῠτοφεγγής''': -ές, λαμπρῶς φωτίζων, ἀστέρες κλυτοφεγγεῖς Μανέθων 2. 148.
}}
{{grml
|mltxt=[[κλυτοφεγγής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει λαμπερό φως («κλυτοφεγγεῑς ἀστέρες»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλυτός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φεγγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φέγγος]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[άστρο]]-<i>φεγγής</i>, <i>λαμπρο</i>-<i>φεγγής</i>].
}}
}}

Revision as of 06:40, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλῠτοφεγγής Medium diacritics: κλυτοφεγγής Low diacritics: κλυτοφεγγής Capitals: ΚΛΥΤΟΦΕΓΓΗΣ
Transliteration A: klytophengḗs Transliteration B: klytophengēs Transliteration C: klytofeggis Beta Code: klutofeggh/s

English (LSJ)

ές,

   A brightly-beaming, Man.2.148.

German (Pape)

[Seite 1458] ές, herrlich leuchtend, ἀστέρες Maneth. 2, 148.

Greek (Liddell-Scott)

κλῠτοφεγγής: -ές, λαμπρῶς φωτίζων, ἀστέρες κλυτοφεγγεῖς Μανέθων 2. 148.

Greek Monolingual

κλυτοφεγγής, -ές (Α)
αυτός που έχει λαμπερό φως («κλυτοφεγγεῑς ἀστέρες»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + -φεγγής (< φέγγος), πρβλ. άστρο-φεγγής, λαμπρο-φεγγής].