κιστέρνα: Difference between revisions

From LSJ

Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt

Menander, Monostichoi, 334
(6_10)
(20)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κιστέρνα''': ἡ, Λατ. cisterna = [[δεξαμενή]], Χρον. Πασχάλ. 578, 10. ― 593, 7, κ. ἀλλ.
|lstext='''κιστέρνα''': ἡ, Λατ. cisterna = [[δεξαμενή]], Χρον. Πασχάλ. 578, 10. ― 593, 7, κ. ἀλλ.
}}
{{grml
|mltxt=και [[κινστέρνα]], η (AM [[κιστέρνα]], Μ και [[κινστέρνα]])<br />υπόγεια [[δεξαμενή]] βρόχινων υδάτων, [[στέρνα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ. <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>cisterna</i> <span style="color: red;"><</span> αρχ. ελλ. [[κίστη]].
}}
}}

Latest revision as of 06:40, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1443] ἡ, das lat. cisterna, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

κιστέρνα: ἡ, Λατ. cisterna = δεξαμενή, Χρον. Πασχάλ. 578, 10. ― 593, 7, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

και κινστέρνα, η (AM κιστέρνα, Μ και κινστέρνα)
υπόγεια δεξαμενή βρόχινων υδάτων, στέρνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < λατ. cisterna < αρχ. ελλ. κίστη.