κεκραγμός: Difference between revisions

From LSJ

Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst

Menander, Monostichoi, 270
(Bailly1_3)
(20)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[κέκραγμα]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[κέκραγμα]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κεκραγμός]], ὁ (Α)<br />το [[κέκραγμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αναδιπλασιασμένο θ. <i>κεκραγ</i>- του [[κράζω]] (<b>[[πρβλ]].</b> παρακμ. <i>κέ</i>-<i>κραγα</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μός</i>].
}}
}}

Revision as of 06:40, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεκραγμός Medium diacritics: κεκραγμός Low diacritics: κεκραγμός Capitals: ΚΕΚΡΑΓΜΟΣ
Transliteration A: kekragmós Transliteration B: kekragmos Transliteration C: kekragmos Beta Code: kekragmo/s

English (LSJ)

ὁ, = foreg., E.IA1357, Plu.2.654f (pl.).

German (Pape)

[Seite 1413] ὁ, dasselbe; Eur. I. A. 1357; Plut. Symp. 3, 6, 4 M.; nach Moeris attisch für κραυγή.

Greek (Liddell-Scott)

κεκραγμός: ὁ, = τῷ προηγ., Εὐρ. Ι. Α. 1357, Πλούτ. 2. 654F· «κεκραγμὸς Ἀττικοί, κραυγὴ Ἕλληνες» Μοῖρις σ. 226· καὶ Φρύνιχ. σ. 337 «παρακειμένου τοῦ κεκραγμὸς εἰπεῖν, ἐρεῖ τις ἀμαθῶς κραυγασμός».

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
c. κέκραγμα.

Greek Monolingual

κεκραγμός, ὁ (Α)
το κέκραγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιπλασιασμένο θ. κεκραγ- του κράζω (πρβλ. παρακμ. κέ-κραγα) + κατάλ. -μός].