κηπομανία: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
(20)
(No difference)

Revision as of 06:40, 29 September 2017

Greek Monolingual

η
η ιδιότητα του κηπομανούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῆπος + -μανία (< μανία < μαίνομαι «είμαι τρελός, μανιασμένος»), πρβλ. αρχο-μανία, κλεπτο-μανία.