κλεπταποδόχος: Difference between revisions

From LSJ

ἢ δεῖ σιωπᾶν ἢ λέγειν τὰ καίρια → you should either keep silence or make timely remarks (Menander)

Source
(20)
(No difference)

Revision as of 06:40, 29 September 2017

Greek Monolingual

ο, η
αυτός που εν γνώσει του αποδέχεται, αποκρύπτει ή και χρησιμοποιεί κλοπιμαία πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. κλεπτ-αποδόχος (αντί του ορθ. κλοπιμαιο-αποδόχος) < κλέπτω + -αποδόχος (< ἀποδέχομαι), πρβλ. λησταποδόχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδαμάντιο Κοραή].