κελευσματικῶς: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
(6_6) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κελευσματικῶς''': Ἐπίρρ., διὰ κελεύσματος, [[προστακτικῶς]] διὰ προστάγματος, Εὐστ. 1080. 63. | |lstext='''κελευσματικῶς''': Ἐπίρρ., διὰ κελεύσματος, [[προστακτικῶς]] διὰ προστάγματος, Εὐστ. 1080. 63. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κελευσματικῶς]] (Μ) <b>επίρρ.</b> με [[κέλευσμα]], προστακτικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κελευσματικός</i> <span style="color: red;"><</span> [[κέλευσμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:40, 29 September 2017
English (LSJ)
Adv.
A by way of command, Eust.1080.63.
German (Pape)
[Seite 1415] befehlend, Eust. 1080, 63.
Greek (Liddell-Scott)
κελευσματικῶς: Ἐπίρρ., διὰ κελεύσματος, προστακτικῶς διὰ προστάγματος, Εὐστ. 1080. 63.
Greek Monolingual
κελευσματικῶς (Μ) επίρρ. με κέλευσμα, προστακτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κελευσματικός < κέλευσμα.