κελευσματικῶς: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437
(6_6)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κελευσματικῶς''': Ἐπίρρ., διὰ κελεύσματος, [[προστακτικῶς]] διὰ προστάγματος, Εὐστ. 1080. 63.
|lstext='''κελευσματικῶς''': Ἐπίρρ., διὰ κελεύσματος, [[προστακτικῶς]] διὰ προστάγματος, Εὐστ. 1080. 63.
}}
{{grml
|mltxt=[[κελευσματικῶς]] (Μ) <b>επίρρ.</b> με [[κέλευσμα]], προστακτικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κελευσματικός</i> <span style="color: red;"><</span> [[κέλευσμα]].
}}
}}

Revision as of 06:40, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κελευσματικῶς Medium diacritics: κελευσματικῶς Low diacritics: κελευσματικώς Capitals: ΚΕΛΕΥΣΜΑΤΙΚΩΣ
Transliteration A: keleusmatikō̂s Transliteration B: keleusmatikōs Transliteration C: kelefsmatikos Beta Code: keleusmatikw=s

English (LSJ)

Adv.

   A by way of command, Eust.1080.63.

German (Pape)

[Seite 1415] befehlend, Eust. 1080, 63.

Greek (Liddell-Scott)

κελευσματικῶς: Ἐπίρρ., διὰ κελεύσματος, προστακτικῶς διὰ προστάγματος, Εὐστ. 1080. 63.

Greek Monolingual

κελευσματικῶς (Μ) επίρρ. με κέλευσμα, προστακτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κελευσματικός < κέλευσμα.