κηροπώλης: Difference between revisions
From LSJ
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
(6_19) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κηροπώλης''': -ου, ὁ, ὁ πωλητὴς λαμπάδων ἐκ κηροῦ, Γλωσσ.· κηροπωλεῖον, τό, τὸ [[ἐργαστήριον]] [[αὐτοῦ]], Θεοφάν. Κοντιν. 420, 15. | |lstext='''κηροπώλης''': -ου, ὁ, ὁ πωλητὴς λαμπάδων ἐκ κηροῦ, Γλωσσ.· κηροπωλεῖον, τό, τὸ [[ἐργαστήριον]] [[αὐτοῦ]], Θεοφάν. Κοντιν. 420, 15. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (ΑΜ [[κηροπώλης]])<br />ο [[πωλητής]] κεριού<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />ο [[πωλητής]] κεριών ή λαμπάδων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κηρός]] <span style="color: red;">+</span> -[[πώλης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πωλῶ</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:40, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A wax-chandler, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1434] ὁ, Wachshändler.
Greek (Liddell-Scott)
κηροπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλητὴς λαμπάδων ἐκ κηροῦ, Γλωσσ.· κηροπωλεῖον, τό, τὸ ἐργαστήριον αὐτοῦ, Θεοφάν. Κοντιν. 420, 15.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ κηροπώλης)
ο πωλητής κεριού
νεοελλ.-μσν.
ο πωλητής κεριών ή λαμπάδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + -πώλης (< πωλῶ)].