καταψυκτικός: Difference between revisions
From LSJ
(6_11) |
(20) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταψυκτικός''': -ή, -όν, ὁ [[ἐπιτήδειος]] εἰς τὸ καταψύχειν, δροσίζειν, δροσιστικός, [[νεότης]] ἡ τοῦ πρώτου καταψυκτικοῦ μορίου [[αὔξησις]] Ἀριστ. π. Ἀναπν. 18. 1. | |lstext='''καταψυκτικός''': -ή, -όν, ὁ [[ἐπιτήδειος]] εἰς τὸ καταψύχειν, δροσίζειν, δροσιστικός, [[νεότης]] ἡ τοῦ πρώτου καταψυκτικοῦ μορίου [[αὔξησις]] Ἀριστ. π. Ἀναπν. 18. 1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[καταψυκτικός]], -ή, -όν) [[καταψύχω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που επιφέρει [[κατάψυξη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δροσιστικός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:40, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A cooling, Arist.Resp.479a31.
Greek (Liddell-Scott)
καταψυκτικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιτήδειος εἰς τὸ καταψύχειν, δροσίζειν, δροσιστικός, νεότης ἡ τοῦ πρώτου καταψυκτικοῦ μορίου αὔξησις Ἀριστ. π. Ἀναπν. 18. 1.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α καταψυκτικός, -ή, -όν) καταψύχω
νεοελλ.
αυτός που επιφέρει κατάψυξη
αρχ.
δροσιστικός.