ἀμβλυντικός: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473
(big3_3)
(3)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[embolador]] ὄψεως Diph.Siph. en Ath.64b.<br /><b class="num">2</b> [[que reduce o suaviza]] στρόβιλοι ... ἀ. τῶν περὶ κύστιν καὶ νεφροὺς δριμυτήτων Dsc.1.69, δύναμιν ... ἀ. δριμέων φαρμάκων Dsc.1.101, τῶν δὴ ἐνιεμένων πάλιν οἱ μέν εἰσιν ἀμβλυντικοί Antyll. en Orib.10.24.3.
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[embolador]] ὄψεως Diph.Siph. en Ath.64b.<br /><b class="num">2</b> [[que reduce o suaviza]] στρόβιλοι ... ἀ. τῶν περὶ κύστιν καὶ νεφροὺς δριμυτήτων Dsc.1.69, δύναμιν ... ἀ. δριμέων φαρμάκων Dsc.1.101, τῶν δὴ ἐνιεμένων πάλιν οἱ μέν εἰσιν ἀμβλυντικοί Antyll. en Orib.10.24.3.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀμβλυντικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που μπορεί να αμβλύνει ή να αμβλυνθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀμβλύνω]] <span style="color: red;">+</span> παραγ. κατάλ. -<i>τικός</i>].
}}
}}

Revision as of 06:40, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμβλυντικός Medium diacritics: ἀμβλυντικός Low diacritics: αμβλυντικός Capitals: ΑΜΒΛΥΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: amblyntikós Transliteration B: amblyntikos Transliteration C: amvlyntikos Beta Code: a)mbluntiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A apt to dull, ὄψεως Diph.Siph. ap. Ath.2.64b, cf. Dsc.1.69, Antyll. ap.Orib.10.24.

German (Pape)

[Seite 118] zum Abstumpfen geschickt, ὄψεως Ath. II, 64 b.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμβλυντικός: -ή, -όν, ὁ ἱκανὸς νὰ ἀμβλύνῃ, ὄψεως Δίφ. παρ’ Ἀθην. 64Β.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 embolador ὄψεως Diph.Siph. en Ath.64b.
2 que reduce o suaviza στρόβιλοι ... ἀ. τῶν περὶ κύστιν καὶ νεφροὺς δριμυτήτων Dsc.1.69, δύναμιν ... ἀ. δριμέων φαρμάκων Dsc.1.101, τῶν δὴ ἐνιεμένων πάλιν οἱ μέν εἰσιν ἀμβλυντικοί Antyll. en Orib.10.24.3.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀμβλυντικός, -ή, -όν)
αυτός που μπορεί να αμβλύνει ή να αμβλυνθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμβλύνω + παραγ. κατάλ. -τικός].