καλαθοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῖ → One swallow does not a summer make

Aristotle, Nicomachean Ethics, 1098a18
(a)
(18)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1306.png Seite 1306]] ές, korbförmig, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1306.png Seite 1306]] ές, korbförmig, Sp.
}}
{{grml
|mltxt=[[καλαθοειδής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει [[σχήμα]] καλαθιού, ο [[στενός]] στη [[βάση]] του. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καλαθοειδῶς</i> (Α)<br />με [[σχήμα]] ή [[μορφή]] καλαθιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάλαθος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[εἶδος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ρομβο</i>-<i>ειδής</i>, <i>σφαιρο</i>-<i>ειδής</i>].
}}
}}

Revision as of 06:40, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλᾰθοειδής Medium diacritics: καλαθοειδής Low diacritics: καλαθοειδής Capitals: ΚΑΛΑΘΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: kalathoeidḗs Transliteration B: kalathoeidēs Transliteration C: kalathoeidis Beta Code: kalaqoeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A basket-shaped, narrow at the base, Cleom.2.2, Gal.18(1).822, Theo Sm.p.196H., Simp.in Cael.546.31. Adv. -δῶς Heraclit.All.46.

German (Pape)

[Seite 1306] ές, korbförmig, Sp.

Greek Monolingual

καλαθοειδής, -ές (Α)
αυτός που έχει σχήμα καλαθιού, ο στενός στη βάση του.
επίρρ...
καλαθοειδῶς (Α)
με σχήμα ή μορφή καλαθιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαθος + -ειδής (< εἶδος), πρβλ. ρομβο-ειδής, σφαιρο-ειδής].