κοτυλιαῖος: Difference between revisions

From LSJ

Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decetErtragen muss der Edle Unglück unbeugsam

Menander, Monostichoi, 480
(Bailly1_3)
(21)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />de la contenance d’un cotyle.<br />'''Étymologie:''' [[κοτύλη]].
|btext=α, ον :<br />de la contenance d’un cotyle.<br />'''Étymologie:''' [[κοτύλη]].
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Α [[κοτυλιαίος]], -αία, -ον και κοτυλιεῑος, -εία, -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[κοτύλη]] του ιερού οστού ([[κοτυλιαίος]] [[δακτύλιος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που περιέχει μια [[κοτύλη]], [[ίσος]] με μια [[κοτύλη]] («τὸ δὲ περιαγόμενον [[ποτήριον]] οὐ μεῑζον ἦν κοτυλιαίου», <b>Αθήν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοτύλη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιαῖος</i> / -<i>ιεῖος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>νωτ</i>-<i>ιαίος</i> / <i>μηνι</i>-<i>είος</i>)].
}}
}}

Revision as of 06:40, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοτυλιαῖος Medium diacritics: κοτυλιαῖος Low diacritics: κοτυλιαίος Capitals: ΚΟΤΥΛΙΑΙΟΣ
Transliteration A: kotyliaîos Transliteration B: kotyliaios Transliteration C: kotyliaios Beta Code: kotuliai=os

English (LSJ)

α, ον,

   A holding a κοτύλη, Antig.Car. ap.Ath.10.420a, D.L.2.139; λήκυθοι Hippoloch. ap. Ath.3.129b:— also written κοτυλ-ιεῖος, PCair.Zen.89.4 (iii B. C.).

Greek (Liddell-Scott)

κοτῠλιαῖος: -ον, χωρῶν ἢ περιλαμβάνων μίαν κοτύλην, Ἀντίγ. Καρ. παρ’ Ἀθην. 420Α, Διογ. Λ. 2. 139, κτλ.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de la contenance d’un cotyle.
Étymologie: κοτύλη.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α κοτυλιαίος, -αία, -ον και κοτυλιεῑος, -εία, -ον)
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κοτύλη του ιερού οστού (κοτυλιαίος δακτύλιος»)
αρχ.
αυτός που περιέχει μια κοτύλη, ίσος με μια κοτύλη («τὸ δὲ περιαγόμενον ποτήριον οὐ μεῑζον ἦν κοτυλιαίου», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοτύλη + επίθημα -ιαῖος / -ιεῖος (πρβλ. νωτ-ιαίος / μηνι-είος)].