κουκούφας: Difference between revisions
From LSJ
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
(eksahir) |
(21) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{eles | {{eles | ||
|esgtx=[[abubilla]] | |esgtx=[[abubilla]] | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κουκούφας]], ὁ (Α)<br />[[τσαλαπετεινός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται σε [[ονοματοποιία]] και συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>kukkubha</i>- «[[φασιανός]]» και λατ. <i>cucubio</i> «(για [[κουκουβάγια]]) [[κραυγάζω]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:40, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, Egyptian name for ἔποψ, Horap.1.55: gen.
A κοκκούφατος PMag.Berol.2.18:—Dim. κοκκοφάδιον PMag.Lond.121.411.
Greek (Liddell-Scott)
κουκούφας: ὁ, κατά τινας ὁ πελαργός, κατ’ ἄλλους ὁ ἔποψ, Ὡραπόλλων 1. 55.
Spanish
Greek Monolingual
κουκούφας, ὁ (Α)
τσαλαπετεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ονοματοποιία και συνδέεται με αρχ. ινδ. kukkubha- «φασιανός» και λατ. cucubio «(για κουκουβάγια) κραυγάζω»].