κούφισμα: Difference between revisions

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
(Bailly1_3)
(21)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />allégement, soulagement.<br />'''Étymologie:''' [[κουφίζω]].
|btext=ατος (τό) :<br />allégement, soulagement.<br />'''Étymologie:''' [[κουφίζω]].
}}
{{grml
|mltxt=το (AM [[κούφισμα]]) [[κουφίζω]] (II)]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(βυζ. μουσ.) [[ένας]] από τους [[οκτώ]] [[ανιόντες]] έμφωνους χαρακτήρες του αρχαίου στενογραφικού συστήματος της βυζαντινής παρασημαντικής<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ελάφρυνση]], [[ανακούφιση]] («τὸ γὰρ μή δι' αὐτὸν κακῶς πράττειν... οὐ μικρὸν [[εἶναι]] [[κούφισμα]] πρὸς τὰς τύχας», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}

Revision as of 06:40, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κούφισμα Medium diacritics: κούφισμα Low diacritics: κούφισμα Capitals: ΚΟΥΦΙΣΜΑ
Transliteration A: koúphisma Transliteration B: kouphisma Transliteration C: koyfisma Beta Code: kou/fisma

English (LSJ)

ατος, τό, = foreg., E.Ph.848 (pl.), Plu.2.114c.

German (Pape)

[Seite 1497] τό, das Erleichtern, die Erleichterung, Unterstützung; χειρὸς θυραίας ἀμμένειν κουφίσματα Eur. Phoen. 855; – πρὸς τὰς τύχας, Trost, Plut. Consol. ad Apoll. p. 349.

Greek (Liddell-Scott)

κούφισμα: τό, = κούφισις, Εὐρ. Φοίν. 848. Πλούτ. 2. 114C.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
allégement, soulagement.
Étymologie: κουφίζω.

Greek Monolingual

το (AM κούφισμα) κουφίζω (II)]
νεοελλ.-μσν.
(βυζ. μουσ.) ένας από τους οκτώ ανιόντες έμφωνους χαρακτήρες του αρχαίου στενογραφικού συστήματος της βυζαντινής παρασημαντικής
μσν.-αρχ.
ελάφρυνση, ανακούφιση («τὸ γὰρ μή δι' αὐτὸν κακῶς πράττειν... οὐ μικρὸν εἶναι κούφισμα πρὸς τὰς τύχας», Πλούτ.).