κορωνιδεύς: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt

Menander, Monostichoi, 445
(6_8)
(21)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κορωνῐδεύς''': έως, ὁ, ὁ τῆς κορώνης [[νεοσσός]], Κρατῖν. ἐν «Πυλαίᾳ» 10, πρβλ. [[ἀηδονιδεύς]], [[λαγιδεύς]], κτλ.
|lstext='''κορωνῐδεύς''': έως, ὁ, ὁ τῆς κορώνης [[νεοσσός]], Κρατῖν. ἐν «Πυλαίᾳ» 10, πρβλ. [[ἀηδονιδεύς]], [[λαγιδεύς]], κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κορωνιδεύς]], ὁ (Α)<br />μικρή [[κουρούνα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κορώνη]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ιδεύς</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ερωτ</i>-<i>ιδεύς</i>, <i>λεοντ</i>-<i>ιδεύς</i>)].
}}
}}

Revision as of 06:41, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορωνῐδεύς Medium diacritics: κορωνιδεύς Low diacritics: κορωνιδεύς Capitals: ΚΟΡΩΝΙΔΕΥΣ
Transliteration A: korōnideús Transliteration B: korōnideus Transliteration C: koronideys Beta Code: korwnideu/s

English (LSJ)

έως, ὁ,

   A young crow, Cratin.179.

Greek (Liddell-Scott)

κορωνῐδεύς: έως, ὁ, ὁ τῆς κορώνης νεοσσός, Κρατῖν. ἐν «Πυλαίᾳ» 10, πρβλ. ἀηδονιδεύς, λαγιδεύς, κτλ.

Greek Monolingual

κορωνιδεύς, ὁ (Α)
μικρή κουρούνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορώνη + υποκορ. κατάλ. -ιδεύς (πρβλ. ερωτ-ιδεύς, λεοντ-ιδεύς)].