κραδοφάγος: Difference between revisions
From LSJ
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
(6_18) |
(21) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κρᾰδοφάγος''': -ον, ὁ τρώγων τοὺς νεαροὺς βλαστοὺς τῆς συκῆς, καὶ ὡς οὐσιαστ. = ἀγροῖκος, Εὐστ. 1409. 63, Ἡσύχ. ([[ὅστις]] γράφει κραδαφάγος). | |lstext='''κρᾰδοφάγος''': -ον, ὁ τρώγων τοὺς νεαροὺς βλαστοὺς τῆς συκῆς, καὶ ὡς οὐσιαστ. = ἀγροῖκος, Εὐστ. 1409. 63, Ἡσύχ. ([[ὅστις]] γράφει κραδαφάγος). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κραδοφάγος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που τρώγει τα βλαστάρια της συκιάς<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[κραδοφάγος]]<br />[[κραδοπώλης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κράδη]] «[[βλαστός]] συκιάς» <span style="color: red;">+</span> -[[φάγος]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φαγ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἔ</i>-<i>φαγ</i>-<i>ον</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:41, 29 September 2017
English (LSJ)
[φᾰ], ον,
A eating the young branches of the fig-tree, and as Subst., = ἀγροῖκος, Com.Adesp.1049 (κραδα- Hsch.).
Greek (Liddell-Scott)
κρᾰδοφάγος: -ον, ὁ τρώγων τοὺς νεαροὺς βλαστοὺς τῆς συκῆς, καὶ ὡς οὐσιαστ. = ἀγροῖκος, Εὐστ. 1409. 63, Ἡσύχ. (ὅστις γράφει κραδαφάγος).
Greek Monolingual
κραδοφάγος, -ον (Α)
1. αυτός που τρώγει τα βλαστάρια της συκιάς
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κραδοφάγος
κραδοπώλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κράδη «βλαστός συκιάς» + -φάγος < θ. φαγ- (πρβλ. ἔ-φαγ-ον)].