κουτσόγλωσσος: Difference between revisions
From LSJ
(21) |
(No difference)
|
(21) |
(No difference)
|
-η, -ο
1. αυτός που έχει κομμένη γλώσσα
2. αυτός που λέει λίγα λόγια, λιγόλογος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουτσο- + -γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. αλλό-γλωσσος, ξενό-γλωσσος].