κορδακικός: Difference between revisions

From LSJ

ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον → how God ever brings like men together | birds of a feather flock together | how the god always leads like to like | as ever, god brings like and like together | as always the god brings like to like

Source
(Bailly1_3)
(21)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><i>seul. Cp.</i><br />qui concerne la danse [[κόρδαξ]], propre à cette danse;<br /><i>Cp.</i> κορδακικώτερος.
|btext=ή, όν :<br /><i>seul. Cp.</i><br />qui concerne la danse [[κόρδαξ]], propre à cette danse;<br /><i>Cp.</i> κορδακικώτερος.
}}
{{grml
|mltxt=[[κορδακικός]], -ή, -όν (Α) [[κόρδαξ]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κόρδακα<br /><b>2.</b> (για τον τροχαϊκό ρυθμό και το τροχαϊκό [[μέτρο]]) αυτός που ρέει, που τρέχει («τὸν τροχαῑον κορδακικώτερον», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
}}

Revision as of 06:41, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορδᾱκικός Medium diacritics: κορδακικός Low diacritics: κορδακικός Capitals: ΚΟΡΔΑΚΙΚΟΣ
Transliteration A: kordakikós Transliteration B: kordakikos Transliteration C: kordakikos Beta Code: kordakiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A like the κόρδαξ: hence, of metrical sound, tripping, running, ῥυθμὸς κ., of trochaic metres, Arist.Rh. 1408b36 (Comp.), cf. Cic.Orat.57.193.

Greek (Liddell-Scott)

κορδᾱκικός: -ή, -όν, ὅμοιος πρὸς τὴν ὄρχησιν κόρδακα· ὅθεν ἐπὶ μετρικοῦ ἤχου, τρέχων, ῥέων, ῥυθμὸς κ., ἐπὶ τροχαϊκῶν μέτρων, Ἀριστ. Ρητ. 3. 8, 4· πρβλ. Κικ. Orat. 57. 193, Κυϊντ. 9. 4. 88.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
seul. Cp.
qui concerne la danse κόρδαξ, propre à cette danse;
Cp. κορδακικώτερος.

Greek Monolingual

κορδακικός, -ή, -όν (Α) κόρδαξ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κόρδακα
2. (για τον τροχαϊκό ρυθμό και το τροχαϊκό μέτρο) αυτός που ρέει, που τρέχει («τὸν τροχαῑον κορδακικώτερον», Αριστοτ.).