δισσόπους: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow

Source
(6_15)
(9)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''δισσόπους''': οδος, ὁ, ἡ, ἔχων δύο πόδας, Χρησμ. (Πορφύρ. ἐν Εὐσεβ. Ε. Π. 124Β. 201C).
|lstext='''δισσόπους''': οδος, ὁ, ἡ, ἔχων δύο πόδας, Χρησμ. (Πορφύρ. ἐν Εὐσεβ. Ε. Π. 124Β. 201C).
}}
{{DGE
|dgtxt=-ποδος<br />[[de pezuña hendida]], [[patihendido]] Πᾶν Orác. en Porph.<i>Phil</i>.132.3.
}}
{{grml
|mltxt=[[δισσόπους]], -ουν (Α)<br />ο [[δίπους]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δισσός]] <span style="color: red;">+</span> [[πους]]].
}}
}}

Latest revision as of 06:41, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 643] doppeltfüßig, p. bei Euseb.

Greek (Liddell-Scott)

δισσόπους: οδος, ὁ, ἡ, ἔχων δύο πόδας, Χρησμ. (Πορφύρ. ἐν Εὐσεβ. Ε. Π. 124Β. 201C).

Spanish (DGE)

-ποδος
de pezuña hendida, patihendido Πᾶν Orác. en Porph.Phil.132.3.

Greek Monolingual

δισσόπους, -ουν (Α)
ο δίπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δισσός + πους].