δισσόπους
From LSJ
German (Pape)
[Seite 643] doppeltfüßig, p. bei Euseb.
Greek (Liddell-Scott)
δισσόπους: οδος, ὁ, ἡ, ἔχων δύο πόδας, Χρησμ. (Πορφύρ. ἐν Εὐσεβ. Ε. Π. 124Β. 201C).
Spanish (DGE)
-ποδος
de pezuña hendida, patihendido Πᾶν Orác. en Porph.Phil.132.3.