λαομέδων: Difference between revisions
From LSJ
ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us
(6_19) |
(22) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λᾱομέδων''': -οντος, ὁ, ὁ διοικῶν, κυβερνῶν τὸν λαὸν, παρ’ Ὁμ. ὡς κύρ. [[ὄνομα]]. | |lstext='''λᾱομέδων''': -οντος, ὁ, ὁ διοικῶν, κυβερνῶν τὸν λαὸν, παρ’ Ὁμ. ὡς κύρ. [[ὄνομα]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λαομέδων]], -οντος, ὁ (Α)<br />αυτός που κυβερνά τον λαό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λαο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μέδων]] «[[κυρίαρχος]], [[κύριος]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>θαλασσο</i>-[[μέδων]], <i>ιππο</i>-[[μέδων]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:41, 29 September 2017
English (LSJ)
οντος, ὁ,
A ruler of the people, in Hom. as pr. n.
Greek (Liddell-Scott)
λᾱομέδων: -οντος, ὁ, ὁ διοικῶν, κυβερνῶν τὸν λαὸν, παρ’ Ὁμ. ὡς κύρ. ὄνομα.
Greek Monolingual
λαομέδων, -οντος, ὁ (Α)
αυτός που κυβερνά τον λαό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαο- + μέδων «κυρίαρχος, κύριος» (πρβλ. θαλασσο-μέδων, ιππο-μέδων)].