κυρωτικός: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(c1)
 
(22)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1538.png Seite 1538]] bestätigend, bekräftigend, Clem. Al. u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1538.png Seite 1538]] bestätigend, bekräftigend, Clem. Al. u. a. Sp.
}}
{{ls
|lstext='''κῡρωτικός''': -ή, -όν, ὁ ἐπικυρῶν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἀναιρετικός]], Κλήμ. Ἀλ. 923 (κοινῶς: κυριωτική), κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κυρωτικός]], -ή, -όν) [[κυρώ]]<br />αυτός που δίνει [[κύρος]], νομική ισχύ, που επιφέρει [[κύρωση]], [[επιβεβαιωτικός]], [[επικυρωτικός]] («[[κυρωτικός]] [[νόμος]]»).
}}
}}

Latest revision as of 06:42, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1538] bestätigend, bekräftigend, Clem. Al. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κῡρωτικός: -ή, -όν, ὁ ἐπικυρῶν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀναιρετικός, Κλήμ. Ἀλ. 923 (κοινῶς: κυριωτική), κτλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α κυρωτικός, -ή, -όν) κυρώ
αυτός που δίνει κύρος, νομική ισχύ, που επιφέρει κύρωση, επιβεβαιωτικός, επικυρωτικόςκυρωτικός νόμος»).