κυκλοφορητικός: Difference between revisions
From LSJ
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
(Bailly1_3) |
(22) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />qui se meut circulairement.<br />'''Étymologie:''' [[κυκλοφορέομαι]]. | |btext=ή, όν :<br />qui se meut circulairement.<br />'''Étymologie:''' [[κυκλοφορέομαι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κυκλοφορητικός]], -ή, -όν (Α) [[κυκλοφορώ]]<br />αυτός που κινείται σε κύκλο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κυκλοφορητικῶς</i> (Α)<br />κυκλικά. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:42, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A moving in a circle, circular, οὐσία Ph.1.514; τρόπος Dam.Pr.23; σῶμα Thphr.Fr.35, Iamb.Myst.5.4. Adv. -κῶς S.E.M.10.58.
Greek (Liddell-Scott)
κυκλοφορητικός: -ή, -όν, κινούμενος ἐν κύκλῳ, κυκλικός, κίνησις Πλούτ. 2. 1004G· οὐσία Φίλων 1. 514. Ἐπίρρ. -κῶς, Σέξτ. Ἐμπ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui se meut circulairement.
Étymologie: κυκλοφορέομαι.
Greek Monolingual
κυκλοφορητικός, -ή, -όν (Α) κυκλοφορώ
αυτός που κινείται σε κύκλο.
επίρρ...
κυκλοφορητικῶς (Α)
κυκλικά.