κυητικός: Difference between revisions
From LSJ
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
(6_10) |
(22) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κυητικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κύησιν, σύλληψιν, ὄργανα Κλήμ. Ἀλ. 225. | |lstext='''κυητικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κύησιν, σύλληψιν, ὄργανα Κλήμ. Ἀλ. 225. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κυητικός]], -ή, -όν (Α) [[κυώ]]<br />ο [[κατάλληλος]] για την [[κύηση]] («κυητικὰ ὄργανα», Κλήμ. Αλ.). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:42, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1525] zum Empfangen gehörig, ὄργανα, Geschlechtstheile, Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
κυητικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κύησιν, σύλληψιν, ὄργανα Κλήμ. Ἀλ. 225.
Greek Monolingual
κυητικός, -ή, -όν (Α) κυώ
ο κατάλληλος για την κύηση («κυητικὰ ὄργανα», Κλήμ. Αλ.).