κατάξυσις: Difference between revisions

From LSJ

τοῦ θανόντος ἡ Δίκη πράσσει κότον → Justice seeks the grievance for the dead, Justice doth exact the dead man's due

Source
(6_8)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάξῠσις''': -εως, ἡ, ξύσιμον, τὸ τσουγγράνισμα, Ἀπολλ. Λεξ. ἐν λ. γραπτῦς, [[ἔνθα]] ἑρμηνεύει τὴν λέξιν ταύτην διὰ τοῦ «ἀμύξεις, καταξύσεις».
|lstext='''κατάξῠσις''': -εως, ἡ, ξύσιμον, τὸ τσουγγράνισμα, Ἀπολλ. Λεξ. ἐν λ. γραπτῦς, [[ἔνθα]] ἑρμηνεύει τὴν λέξιν ταύτην διὰ τοῦ «ἀμύξεις, καταξύσεις».
}}
{{grml
|mltxt=[[κατάξυσις]], ἡ (Α) [[καταξύω]]<br />[[ξύσιμο]], [[χάραξη]], [[γδάρσιμο]], [[γρατσούνισμα]], [[αμυχή]].
}}
}}

Revision as of 06:42, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάξῠσις Medium diacritics: κατάξυσις Low diacritics: κατάξυσις Capitals: ΚΑΤΑΞΥΣΙΣ
Transliteration A: katáxysis Transliteration B: kataxysis Transliteration C: kataksysis Beta Code: kata/cusis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A scraping, Apollon.Lex.s.v. γραπτῦς (pl.).

German (Pape)

[Seite 1367] ἡ, das Zerritzen, Erkl. von γραπτύς, Apoll. L. H. neben ἄμυξις.

Greek (Liddell-Scott)

κατάξῠσις: -εως, ἡ, ξύσιμον, τὸ τσουγγράνισμα, Ἀπολλ. Λεξ. ἐν λ. γραπτῦς, ἔνθα ἑρμηνεύει τὴν λέξιν ταύτην διὰ τοῦ «ἀμύξεις, καταξύσεις».

Greek Monolingual

κατάξυσις, ἡ (Α) καταξύω
ξύσιμο, χάραξη, γδάρσιμο, γρατσούνισμα, αμυχή.