λίπας: Difference between revisions

From LSJ

ἄμμες δὲ γ' ἐσσόμεσθα πολλῷ κάρρονες → and we shall be better by far | we shall be sometime mightier men by far than both | sometime we shall become much better than you | so we shall be, and braver far

Source
(6_3)
(23)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λίπᾰς''': [ῐ], τό, = [[λίπος]], ἐν χρήσει παρ’ Ἀρεταίῳ κατ’ ὀνομ. [[λίπας]], Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 3· γεν. λίπαος Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 1· δοτ. λίπαϊ [[αὐτόθι]].
|lstext='''λίπᾰς''': [ῐ], τό, = [[λίπος]], ἐν χρήσει παρ’ Ἀρεταίῳ κατ’ ὀνομ. [[λίπας]], Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 3· γεν. λίπαος Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 1· δοτ. λίπαϊ [[αὐτόθι]].
}}
{{grml
|mltxt=[[λίπας]], τὸ (Α)<br />[[λίπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[λίπος]] (τὸ), [[κατά]] το [[κρέας]].
}}
}}

Revision as of 06:43, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λίπᾰς Medium diacritics: λίπας Low diacritics: λίπας Capitals: ΛΙΠΑΣ
Transliteration A: lípas Transliteration B: lipas Transliteration C: lipas Beta Code: li/pas

English (LSJ)

[ῐ], τό,

   A = λίπος, used by Aret. in nom. λίπας, CD2.3, SD2.9; gen. λίπαος CA1.1; dat. λίπαϊ ibid.

German (Pape)

[Seite 51] αος, τό, = λίπος, sp. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

λίπᾰς: [ῐ], τό, = λίπος, ἐν χρήσει παρ’ Ἀρεταίῳ κατ’ ὀνομ. λίπας, Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 3· γεν. λίπαος Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 1· δοτ. λίπαϊ αὐτόθι.

Greek Monolingual

λίπας, τὸ (Α)
λίπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του λίπος (τὸ), κατά το κρέας.