λυπητήριος: Difference between revisions
From LSJ
(6_4) |
(23) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λῡπητήριος''': -α, -ον, = τῷ ἑπομ., Ἰω. Χρυσ. τ. 5, σ. 368, 36. | |lstext='''λῡπητήριος''': -α, -ον, = τῷ ἑπομ., Ἰω. Χρυσ. τ. 5, σ. 368, 36. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λυπητήριος]], -ία, -ον (Α)<br />αυτός που προξενεί [[λύπη]] («τὸ λυπητήριον πρόσκαιρον, τὸ δὲ ὠφέλιμον διηνεκές», Ιωάνν. Χρυσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λυπῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δρασ</i>-<i>τήριος</i>, <i>μονασ</i>-<i>τήριος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:44, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
λῡπητήριος: -α, -ον, = τῷ ἑπομ., Ἰω. Χρυσ. τ. 5, σ. 368, 36.
Greek Monolingual
λυπητήριος, -ία, -ον (Α)
αυτός που προξενεί λύπη («τὸ λυπητήριον πρόσκαιρον, τὸ δὲ ὠφέλιμον διηνεκές», Ιωάνν. Χρυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυπῶ + επίθημα -τήριος (πρβλ. δρασ-τήριος, μονασ-τήριος)].