λυπητήριος
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
λῡπητήριος: -α, -ον, = τῷ ἑπομ., Ἰω. Χρυσ. τ. 5, σ. 368, 36.
Greek Monolingual
λυπητήριος, -ία, -ον (Α)
αυτός που προξενεί λύπη («τὸ λυπητήριον πρόσκαιρον, τὸ δὲ ὠφέλιμον διηνεκές», Ιωάνν. Χρυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυπῶ + επίθημα -τήριος (πρβλ. δραστήριος, μοναστήριος)].
German (Pape)
[ῡ], = λυπητικός, Sp.