μακροπτόλεμος: Difference between revisions
From LSJ
Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decet → Ertragen muss der Edle Unglück unbeugsam
(6_14) |
(23) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μακροπτόλεμος''': ὁ, ἡ, ὁ ἀείποτε πολεμῶν, Θεοκρ. Σῦριγξ ἐν Α. Π. 15, 21. | |lstext='''μακροπτόλεμος''': ὁ, ἡ, ὁ ἀείποτε πολεμῶν, Θεοκρ. Σῦριγξ ἐν Α. Π. 15, 21. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μακροπτόλεμος]], -ον (Α)<br />([[κατά]] [[μεταφορά]] του ον. [[Τηλέμαχος]]) αυτός που πολεμά από [[μακριά]], [[Τηλέμαχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μακρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πτόλεμος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λιπο</i>-[[πτόλεμος]], <i>φυγο</i>-[[πτόλεμος]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:45, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A = Τηλέμαχος, Theoc.Syrinx 1.
Greek (Liddell-Scott)
μακροπτόλεμος: ὁ, ἡ, ὁ ἀείποτε πολεμῶν, Θεοκρ. Σῦριγξ ἐν Α. Π. 15, 21.
Greek Monolingual
μακροπτόλεμος, -ον (Α)
(κατά μεταφορά του ον. Τηλέμαχος) αυτός που πολεμά από μακριά, Τηλέμαχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + πτόλεμος (πρβλ. λιπο-πτόλεμος, φυγο-πτόλεμος)].