μαζούσιος: Difference between revisions

From LSJ

εἰ πλείονα δ' εἰδείης Σισύφου → if you were more intelligent than Sisyphus

Source
(6_4)
 
(23)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''μαζούσιος''': -α, -ον, ἔχων [[σχῆμα]] μαστοῦ, [[ἄκρα]] Λυκόφρ. 534.
|lstext='''μαζούσιος''': -α, -ον, ἔχων [[σχῆμα]] μαστοῦ, [[ἄκρα]] Λυκόφρ. 534.
}}
{{grml
|mltxt=[[μαζούσιος]], -ία, -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[σχήμα]] μαστού («μαζουσία [[ακτή]]», <b>Λυκόφρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μαζός]] «[[μαστός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ούσιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[οὐσία]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ομο</i>-<i>ούσιος</i>].
}}
}}

Revision as of 06:45, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

μαζούσιος: -α, -ον, ἔχων σχῆμα μαστοῦ, ἄκρα Λυκόφρ. 534.

Greek Monolingual

μαζούσιος, -ία, -ον (Α)
αυτός που έχει σχήμα μαστού («μαζουσία ακτή», Λυκόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαζός «μαστός» + -ούσιος (< οὐσία), πρβλ. ομο-ούσιος].