μαχαιράδικο: Difference between revisions

From LSJ

εἶταγνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up

Source
(24)
(No difference)

Revision as of 06:47, 29 September 2017

Greek Monolingual

το
εργαστήριο κατασκευής ή κατάστημα πώλησης μαχαιριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαχαίρι + κατάλ. -άδικο (πρβλ. σκυλ-άδικο)].