μετακιόνιο: Difference between revisions

From LSJ
(24)
(No difference)

Revision as of 06:47, 29 September 2017

Greek Monolingual

το (Α μετακιόνιον)
το κενό διάστημα μεταξύ δύο κιόνων, το μεσόστυλο, το μεσοστύλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + κιόνιον (< κίων, κίονος), πρβλ. ακρο-κιόνιον.