μηλόμασθος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → keeping silence is not shameful; speaking at random is (Menander)

Source
(6_10)
 
(25)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''μηλόμασθος''': ἡ, ἡ ἔχουσα μαστοὺς ὡς μῆλα, Ἰσ. Πορφυρογέν. ἐν Allat Exc. 316.
|lstext='''μηλόμασθος''': ἡ, ἡ ἔχουσα μαστοὺς ὡς μῆλα, Ἰσ. Πορφυρογέν. ἐν Allat Exc. 316.
}}
{{grml
|mltxt=[[μηλόμασθος]], ἡ (Μ)<br />αυτή που έχει μαστούς σαν μήλα ως [[προς]] το [[μέγεθος]] ή το [[σχήμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[μασθός]] (<span style="color: red;"><</span> [[μασθός]] «[[στήθος]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βού</i>-<i>μασθος</i>, <i>γυναικό</i>-<i>μασθος</i>].
}}
}}

Revision as of 06:47, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

μηλόμασθος: ἡ, ἡ ἔχουσα μαστοὺς ὡς μῆλα, Ἰσ. Πορφυρογέν. ἐν Allat Exc. 316.

Greek Monolingual

μηλόμασθος, ἡ (Μ)
αυτή που έχει μαστούς σαν μήλα ως προς το μέγεθος ή το σχήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + -μασθός (< μασθός «στήθος»), πρβλ. βού-μασθος, γυναικό-μασθος].