μεταμελητός: Difference between revisions
From LSJ
φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft
(6_10) |
(25) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεταμελητός''': -ή, -όν, δι’ ὃν μετανοεῖ τις, Ἡσύχ. ἐν λ. πεδάγρετον. | |lstext='''μεταμελητός''': -ή, -όν, δι’ ὃν μετανοεῖ τις, Ἡσύχ. ἐν λ. πεδάγρετον. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μεταμελητός]], -ή, -όν (Α) [[μεταμελούμαι]]<br />αυτός που μετάνιωσε, μετανιωμένος. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:48, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A repented of, Hsch.s.v. πεδάγρετον.
German (Pape)
[Seite 150] bereu't, Schol. Il. 1, 526.
Greek (Liddell-Scott)
μεταμελητός: -ή, -όν, δι’ ὃν μετανοεῖ τις, Ἡσύχ. ἐν λ. πεδάγρετον.
Greek Monolingual
μεταμελητός, -ή, -όν (Α) μεταμελούμαι
αυτός που μετάνιωσε, μετανιωμένος.