μικρομερής: Difference between revisions
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
(6_9) |
(25) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μῑκρομερής''': ἢ σμικρ-, ές, ([[μέρος]]) ὁ ἐκ μικρῶν μερῶν συγκείμενος, Πλάτ. Τίμ. 60Ε, 78Β, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 8. 3, π. Οὐρ. 3. 5, 4. | |lstext='''μῑκρομερής''': ἢ σμικρ-, ές, ([[μέρος]]) ὁ ἐκ μικρῶν μερῶν συγκείμενος, Πλάτ. Τίμ. 60Ε, 78Β, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 8. 3, π. Οὐρ. 3. 5, 4. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μικρομερής]] και [[σμικρομερής]], -ές (Α)<br />αυτός που σύγκειται από μικρά μέρη. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μικρομερῶς</i> και <i>σμικρομερῶς</i> (Α)<br />σε μικρή [[έκταση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μικρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μερής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέρος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ισο</i>-<i>μερής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:48, 29 September 2017
English (LSJ)
or σμικρ-, ές, (μέρος)
A consisting of small parts, Pl.Ti.60e (Comp.), 78b (Comp.), Arist.Metaph.989a1 (Sup.), Cael.303b27, Ptol.Alm.2.10 (Comp.). Adv. σμικρομερῶς to a slight extent, PMasp.2.6 (vi A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
μῑκρομερής: ἢ σμικρ-, ές, (μέρος) ὁ ἐκ μικρῶν μερῶν συγκείμενος, Πλάτ. Τίμ. 60Ε, 78Β, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 8. 3, π. Οὐρ. 3. 5, 4.
Greek Monolingual
μικρομερής και σμικρομερής, -ές (Α)
αυτός που σύγκειται από μικρά μέρη.
επίρρ...
μικρομερῶς και σμικρομερῶς (Α)
σε μικρή έκταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + -μερής (< μέρος), πρβλ. ισο-μερής].