μονοδάκτυλος: Difference between revisions
From LSJ
ὅσα μὲν τῆς ἰδίας τρυφῆς εἵνεκα Μειδίας καὶ περιουσίας κτᾶται → all the wealth that Meidias retains for private luxury and superfluous display
(Bailly1_3) |
(25) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui n’a qu’un doigt.<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[δάκτυλος]]. | |btext=ος, ον :<br />qui n’a qu’un doigt.<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[δάκτυλος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[μονοδάκτυλος]], -ον)<br />αυτός που έχει έναν μόνο [[δάκτυλο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[μονοδάκτυλος]]<br /><b>ζωολ.</b> αυτός που έχει ένα [[δάκτυλο]] σε [[κάθε]] [[άκρο]], όπως λ.χ. το [[άλογο]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:48, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A one-toed, Luc.VH1.23.
German (Pape)
[Seite 202] einfingerig, Luc. V. H. 1, 23.
Greek (Liddell-Scott)
μονοδάκτῠλος: -ον, ὁ ἔχων μόνον ἕνα δάκτυλον, Λουκ. περὶ Ἀληθ. Ἱστ. 1. 23.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui n’a qu’un doigt.
Étymologie: μόνος, δάκτυλος.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μονοδάκτυλος, -ον)
αυτός που έχει έναν μόνο δάκτυλο
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο μονοδάκτυλος
ζωολ. αυτός που έχει ένα δάκτυλο σε κάθε άκρο, όπως λ.χ. το άλογο.