Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀκατάσκοπος: Difference between revisions

From LSJ

Λῦπαι γὰρ ἀνθρώποισι τίκτουσιν νόσους → Tristitia morbos parturit mortalibus → Krankheit gebären Menschen Kümmernis und Leid

Menander, Monostichoi, 316
(big3_2)
(2)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[poco claro]], [[oscuro]] σχῆμα Clem.Al.<i>Paed</i>.3.11.79, Sch.Opp.<i>C</i>.4.101.<br /><b class="num">2</b> [[sin falta]], [[perfecto]] δικαιοσύνην ... ἄμωμόν τε καὶ ἀκατάσκοπον Cyr.Al.M.70.1401A.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[poco claro]], [[oscuro]] σχῆμα Clem.Al.<i>Paed</i>.3.11.79, Sch.Opp.<i>C</i>.4.101.<br /><b class="num">2</b> [[sin falta]], [[perfecto]] δικαιοσύνην ... ἄμωμόν τε καὶ ἀκατάσκοπον Cyr.Al.M.70.1401A.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀκατάσκοπος]], -ον (AM) [[κατασκοπῶ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]], τον οποίο δεν μπορεί να δει [[κανείς]] (Κλήμ. Μ. 8.657b)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που δεν φαίνεται, ο [[απαρατήρητος]]<br />«ἐν ἀκατασκόπῳ βαπτίσαι αὐτὴν δυνηθῶμεν»<br /><b>2.</b> [[ανέλπιστος]], [[απροσδόκητος]].
}}
}}

Revision as of 06:48, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκατάσκοπος Medium diacritics: ἀκατάσκοπος Low diacritics: ακατάσκοπος Capitals: ΑΚΑΤΑΣΚΟΠΟΣ
Transliteration A: akatáskopos Transliteration B: akataskopos Transliteration C: akataskopos Beta Code: a)kata/skopos

English (LSJ)

ον,

   A gloss on ἀνώϊστος, Sch.Opp.C.4.101.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκατάσκοπος: -ον, ἄσκεπτος, Κύριλλ. Ἀλ. πρὸς Νεστ. 2, σ. 47.

Spanish (DGE)

-ον
1 poco claro, oscuro σχῆμα Clem.Al.Paed.3.11.79, Sch.Opp.C.4.101.
2 sin falta, perfecto δικαιοσύνην ... ἄμωμόν τε καὶ ἀκατάσκοπον Cyr.Al.M.70.1401A.

Greek Monolingual

ἀκατάσκοπος, -ον (AM) κατασκοπῶ
αρχ.
εκείνος, τον οποίο δεν μπορεί να δει κανείς (Κλήμ. Μ. 8.657b)
μσν.
1. εκείνος που δεν φαίνεται, ο απαρατήρητος
«ἐν ἀκατασκόπῳ βαπτίσαι αὐτὴν δυνηθῶμεν»
2. ανέλπιστος, απροσδόκητος.