ακουαρέλα: Difference between revisions
From LSJ
οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
(2) |
(No difference)
|
Revision as of 06:48, 29 September 2017
Greek Monolingual
η
1. είδος ζωγραφικής, κατά την οποία ζωγραφίζει κανείς με χρώματα διαλυμένα στο νερό
2. πίνακας αυτού του είδους ζωγραφικής, υδατογραφία
3. το χρώμα που χρησιμοποιείται στην υδατογραφία (κν. νερομπογιά).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ξεν. < γαλλ. aquarelle < παλαιότ. ιταλ. τ. acquarella (σύγχρ. acquerello) «νερομπογιά» < υποκορ. acqua «νερό»].