ἀκροθάλυπτος: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
(big3_2)
(2)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον [[socarrado]] Hsch.
|dgtxt=-ον [[socarrado]] Hsch.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀκροθάλυπτος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει καεί στην [[άκρη]], [[ελαφρά]] καμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> [[θαλύπτω]] «[[θερμαίνω]], [[ανάπτω]], [[φλέγω]]»].
}}
}}

Revision as of 06:49, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκροθάλυπτος Medium diacritics: ἀκροθάλυπτος Low diacritics: ακροθάλυπτος Capitals: ΑΚΡΟΘΑΛΥΠΤΟΣ
Transliteration A: akrothályptos Transliteration B: akrothalyptos Transliteration C: akrothalyptos Beta Code: a)kroqa/luptos

English (LSJ)

ον,

   A burnt at end, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκροθάλυπτος: -ον, ὁ καυθεὶς κατὰ τὸ ἄκρον, Λατ. adustus, Ἡσύχ.

Spanish (DGE)

-ον socarrado Hsch.

Greek Monolingual

ἀκροθάλυπτος, -ον (Α)
αυτός που έχει καεί στην άκρη, ελαφρά καμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (ΙΙ) + θαλύπτω «θερμαίνω, ανάπτω, φλέγω»].