ακταιωρός: Difference between revisions
From LSJ
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
(2) |
(No difference)
|
Revision as of 06:49, 29 September 2017
Greek Monolingual
ο, η και ακτωρός, ο, η (Α ἀκταίωρος και ἀκτωρός)
φύλακας, φρουρός τών ακτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκταί (ακτή Ι) + -ωρος < ὥρα «φροντίδα, μέριμνα, προσοχή, πρόνοια». Ο ναυτικός όρος ακταιωρός ή ακτωρίς ναυς ή ακτωρό πλοίο αποτελεί απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. coastguard ship.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακταιωρία, ακταιώριο, ακταιωρώ].