ἀλατόμητος: Difference between revisions
From LSJ
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
(big3_2) |
(2) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[en bloque]], [[no cortado]] (λίθοι) Herm.<i>Sim</i>.9.16.7, πέτρα Procl.CP M.65.709B. | |dgtxt=-ον<br />[[en bloque]], [[no cortado]] (λίθοι) Herm.<i>Sim</i>.9.16.7, πέτρα Procl.CP M.65.709B. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀλατόμητος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν λατομήθηκε, που δεν κόπηκε από [[λατομείο]]<br /><b>2.</b> (για τη γη) αυτή στην οποία δεν δημιουργήθηκαν, δεν ανοίχθηκαν λατομεία<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />ο [[αλάξευτος]], απετροκόπητος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[λατομητός]] <span style="color: red;"><</span> [[λατομώ]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:49, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 90] nicht aus dem Steinbruche gebrochen, Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλᾱτόμητος: -ον, ὁ μὴ λατομηθείς, μὴ κοπείς, τετράγωνος, παρὰ Κλημ. Ἀλ. 452.
Spanish (DGE)
-ον
en bloque, no cortado (λίθοι) Herm.Sim.9.16.7, πέτρα Procl.CP M.65.709B.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀλατόμητος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν λατομήθηκε, που δεν κόπηκε από λατομείο
2. (για τη γη) αυτή στην οποία δεν δημιουργήθηκαν, δεν ανοίχθηκαν λατομεία
αρχ.-μσν.
ο αλάξευτος, απετροκόπητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + λατομητός < λατομώ].