αληθινός: Difference between revisions
From LSJ
(2) |
(No difference)
|
Revision as of 06:50, 29 September 2017
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἀληθινός, -ή, -όν)
1. ο σύμφωνος με την αλήθεια, αψευδής, ακριβής, πραγματικός
2. (για πρόσωπα ή αφηρημένες έννοιες) φιλαλήθης, ειλικρινής, ανυστερόβουλος, αξιόπιστος
3. (για πρόσωπα) ευθύς, σωστός, αρμοστός
4. (για πράγματα) πραγματικός, γνήσιος
5. επίρρ. αληθινώς (Ν και αληθινά)
α) πράγματι, στ' αλήθεια
β) ειλικρινά, ανυστερόβουλα