ἀλεκτρυονοπώλης: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
(6_19) |
(2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀλεκτρυονοπώλης''': -ου, ὁ, ὁ πωλῶν ἀλεκτρυόνας, ὄρνιθας, [[Πολυδ]]. 7. 136. | |lstext='''ἀλεκτρυονοπώλης''': -ου, ὁ, ὁ πωλῶν ἀλεκτρυόνας, ὄρνιθας, [[Πολυδ]]. 7. 136. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀλεκτρυονοπώλης]], ο (Α)<br />[[ορνιθοπώλης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλεκτριών</i> -<i>όνος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[πώλης]] <span style="color: red;"><</span> <i>πωλῶ</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:50, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A poulterer, Poll.7.136.
German (Pape)
[Seite 92] ὁ, Hühnerverkäufer, Poll. 7, 136.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλεκτρυονοπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν ἀλεκτρυόνας, ὄρνιθας, Πολυδ. 7. 136.
Greek Monolingual
ἀλεκτρυονοπώλης, ο (Α)
ορνιθοπώλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλεκτριών -όνος + -πώλης < πωλῶ].