σιγᾶν ἄμεινον ἢ λαλεῖν ἃ μὴ πρέπει → it's better to keep silence than to say what's not appropriate (Menander)
(2) |
(No difference)
|
-η, -ο (Α ἀλίμενος, -ον)
(για ακτή ή χώρα) που δεν έχει λιμάνι
αρχ.
αυτός που δεν παρέχει άσυλο, καταφύγιο, ο αφιλόξενος («ἀλίμενα ὄρη», «ἀλίμενος καρδία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + λιμήν, -ένος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλιμενία, ἀλιμενότης.