αλισφάκι: Difference between revisions
From LSJ
(2) |
(No difference)
|
Revision as of 06:50, 29 September 2017
Greek Monolingual
το
ο καρπός της αλισφακιάς και το ίδιο το φυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλίσφακας.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλισφακάκι].
(2) |
(No difference)
|
το
ο καρπός της αλισφακιάς και το ίδιο το φυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλίσφακας.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλισφακάκι].